- ενιππάζομαι
- ἐνιππάζομαι (Α) [ιππάζομαι]ενιππεύω («ἐπιτήδειον ἐνιππάσασθαι», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνιππάζεσθαι — ἐνιππάζομαι pres inf mp ἐνιππάζομαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνιππάσασθαι — ἐμπάσσω sprinkle in aor inf mid ἐνιππάζομαι aor inf mp ἐνιππάζομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)